-
1 εκτός
επίρρ.1) β рази. знач вне; за пределами;εκτός της οικίας — вне дома;
εκτός της πόλεως — вне города;
εκτός συναγωνισμού — вне конкуренции;
εκτός κινδύνου — вне опасности;
εκτός βολής — вне досягаемости;
εκτός αμφιβολίας — вне сомнения, без сомнения;
εκτός νόμου — вне закона;
εκτός πάσης υποψίας — вне всякого подозрения;
εκτός κατηγορίας — невиновный;
εικών εκτός κειμένου — приложенная к книге иллюстрация;
εκτός τιμής — бесчестный, подлый, низкий;
ο εκτός — внешний;
ο εκτός κόσμος — объективный мир;
2) кроме, исключая;εκτός από το ψωμί — кроме хлеба;
εκτός του Πέτρου — кроме Петра; — за исключением Петра;
απώλεσε το πάν εκτός της τιμής του — он потерял всё, кроме своей чести;
§ εκτός άν, εκτός εάν — или, εκτός μόνον άν — если только не..., разве только...;
θα έρθω, εκτός άν αρρωστήσω — я приду (обязательно), если только не заболею;
θα έρχομαι κάθε μέρα, εκτός εάν δεν θέλεις — я буду приходить к тебе каждый день, если только ты не возражаешь;
εκτός τούτου — кроме того;
εκτός πού — или εκτός (τού) ότι... — кроме того, что...; — мало того, что...;
εκτός πού είναι μακρυά, είναι και πολύς ανήφορος — мало того, что это далеко, ещё и подъём крутой;
εκτός όταν — кроме того случая, когда;
θα,δρχομαι κάθε μέρα, εκτός όταν βρέχει — я буду приходить к тебе каждый день, если не будет дождя;
εκτός τόπου και χρόνου — вне времени и пространства;
θέτω εκτός μάχης — выводить из строя; — лишать боеспособности;
είναι εκτός εαυτού — он вне себя
-
2 ἐκτός
ἐκτός adv. (s. ἐξ; Hom.+; ins, pap, LXX, TestJob 21:1; TestNapht 6:2; ParJer 7:1; EpArist, Philo; Jos., Ant. 14, 471)① τὸ ἐκτός (sc. μέρος) the outside surface of someth., the outside Mt 23:26 (cp. PTebt 316, 95 [99 A.D.] ἐν τῷ ἐ.; Sir Prol. ln. 5 οἱ ἐ.; Lucian, Vit. Auct. 26 and Proclus on Pla., Cratyl. p. 23, 12 P. τὰ ἐ.).② a position not contained within a specific area, outside, here ἐ. functions as prep. w. gen. (s. ἀνά, beg.) (Parthenius 9, 4 ἐκτὸς ἐγένετο αὑτοῦ=he was beside himself) ἐ. τοῦ σώματος outside the body 2 Cor 12:2; cp. vs. 3 v.l. Of sin in general, apart from fornication ἐ. τοῦ σώματός ἐστιν remains outside the body, since sexual immorality pollutes the body itself 1 Cor 6:18. ταῦτα ἐ. τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος these things lie outside the divine majesty Dg 10:5. ποιεῖν τι ἐ. τῆς ἐντολῆς τ. θεοῦ do someth. (good) apart fr. God’s commandment, i.e. beyond what is commanded Hs 5, 3, 3. Outside the altar area ITr 7:2 v.l.③ marker of an exception, exceptⓐ ἐκτὸς εἰ μή unless, except (post-class., in Dio Chrys., Plut., Lucian [Nägeli 33]; Vett. Val. index III; LBW 1499, 23; CIG 2825; Lyc. ins: JHS 34, 1914, p. 31 no. 44, 6; B-D-F §376; Rob. 640) 1 Cor 14:5; 15:2; 1 Ti 5:19.ⓑ functions as prep. w. gen. οὐδὲν ἐ. ὧν nothing except what (cp. 1 Ch 29:3; 2 Ch 17:19; TestNapht 6:2) Ac 26:22; ἐ. τοῦ ὑποτάξαντος except the one who subjected 1 Cor 15:27.—DELG s.v. ἐξ. M-M. -
3 ἐκτός
ἐκτός (ἐκ), adv., 1) außer, außerhalb, Hom. u. Folgde; gew. mit dem gen., der sowohl vor-, als nachsteht; τείχεος ἐκτός Il. 21, 608; ἐκτὸς κλισίης 14, 13; Ἀπόλλωνα καλέσσατο δώματος ἐκτός 15, 143; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς, schuldlos, Aesch. Prom. 330, wie Ch. 1027; αἵ τ' εἴσω στέγης αἵ τ' ἐκτὸς αὐλῆς Soph. Tr. 203; ἐκτὸς πημάτων Phil. 502, vgl. 1244; Ant. 610; ἐκτὸς ἐλπίδος σωϑείς 330; ἡ γὰρ ἐκτὸς καὶ παρ' ἐλπίδας χαρά, unverhofft, 338; δοκημάτων ἐκτός Eur. Herc. f. 771; ἐκτὸς κακῶν Plat. Gorg. 523 b; σὺ ἐκτὸς εἶ τοῦ μέλλειν ἀποϑνήσκειν αὔριον Crit. 46 e, du bist'weit entfernt, morgen zu sterben; ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν, außer diesem, Gorg. 474 d; vgl. Parm. 151 a; ἐκτὸς τῆς δυνάμεώς τινος εἶναι, Jemandes Macht nicht unterworfen sein, Thuc. 2, 7; ἀπέκτειναν ἅπαντας ἐκτὸς ὀλίγων Xen. Hell. 1, 2, 3; so ἐκτὸς εἰ μή, nisi forte, Luc. Pisc. 6 u. öfter; – τὰ ἐκτός, die Außendinge, Eur. Ion 231, wie Ath. II, 46 f; οἱ ἐκτός, die Fremden, neben ἀλλόφυλοι Plat. Legg. I, 629 d; oft Pol. – Von der Zeit, drüber hinaus, ἐπεὶ ἐκτὸς ἐγένετο πέντε ἡμερέων Her. 3, 80. – 2) nach außen, hinaus; ἔῤῥιψεν ἐκτὸς αὐτόν Soph. Tr. 268, vgl. Ant. 18; εἷλκον παρὰ τὴν ὁδὸν ἐκτός Plat. Rep. X, 616 a.
-
4 ἐκτός
ἐκτός, adv., (1) außer, außerhalb; ἐκτὸς αἰτίας κυρεῖς, schuldlos; ἡ γὰρ ἐκτὸς καὶ παρ' ἐλπίδας χαρά, unverhofft; σὺ ἐκτὸς εἶ τοῦ μέλλειν ἀποϑνήσκειν αὔριον, du bist weit entfernt, morgen zu sterben; ἔχεις τι ἐκτὸς τούτων λέγειν, außer diesem; ἐκτὸς τῆς δυνάμεώς τινος εἶναι, jemandes Macht nicht unterworfen sein; τὰ ἐκτός, die Außendinge; οἱ ἐκτός, die Fremden. Von der Zeit: drüber hinaus. (2) nach außen, hinaus -
5 ἐκτός
ἐκτός ([full] ἐχθός, IG9(1).333 ([dialect] Locr., v B.C.), Michel 995 C35 (Delph.), etc.), Adv., ([etym.] ἐκ)1 as Prep. with gen., which may either precede or follow,ἐ. κλισίης Il.14.13
; τείχεος ἐ. 21.608; out of, far from, καπνοῦ καὶ κύματος ἐ. Od.12.219; esp. in prov. phrases (v.ἔξω 1
fin.),ἐ. κλαυμάτων ἔχειν πόδα S.Ph. 1260
; ἐ. ἔχειν πόδα (sc. τῶν καλῶν) Pi.P.4.289; ἐ. τῶν ἐλαῶν beyond the olives, i. e. out of the course. Ar.Ra. 995 (lyr.); Geom., beyond,τοῦ Α σημείου Apollon.Perg.Con.1.8
, al.; also ἐ. ἀτασθαλίης outside of, free from.., Thgn.754, cf. 744;ἐ. αἰτίης Hdt.4.133
, A.Pr. 332, etc.;ἐ. πημάτων S.Ph. 504
; (lyr.); , cf. Pl.Grg. 523b; ἐ. στρατειῶν exempt from.., Id.R. 498c; ἐ. ἑωυτῆς beside herself, out of her wits, Hp.Epid.7.90, cf. S.Aj. 640 (lyr.); ἐ. ἐλπίδος beyond hope, Id.Ant. 330; ἡ ἐ. καὶ παρ' ἐλπίδας χαρά, i.e. ἡ ἐκτὸς ἐλπίδων καὶ παρ' ἐλπίδας, ib. 392; δοκημάτων ἐ. E.HF 771 (lyr.).2 of Time, beyond,πέντε ἡμερέων Hdt.3.80
.3 except, IGl.c., etc.;ἐ. ὀλίγων X.HG1.2.3
; besides, apart from, Pl.Grg. 474d, PTeb.19.7 (ii B.C.), etc.: abs., besides, as well, GDI1742.12; also ἐ. εἰ μή unless, 1 Ep.Cor.15.2, Herod.Med. ap. Orib.7.8.1, Vett. Val.37.20, al., Luc.Pisc.6;ἐ. ἐὰν μή Cat.Cod.Astr.7.216
;ἐ. ὅτι.. Hld.10.5
.II abs., ἃ δ' ἐ. external things, E. Ion 231 (lyr.), cf. Plb.2.4.8, etc.; οἱ ἐ. strangers, foreigners, Pl.Lg. 629d, Plb.2.47.10, etc.; also, the vulgar, the common herd: the Gentiles, LXXSi.prol.4. -
6 εκτος
I.Iadv.1) прочь, вон(ῥίπτειν Soph.; ἕλκειν Plat.)
οὐκ ἐ. εἶ ; Soph. — не уйдешь ли?, т.е. уходи прочь;εἰ δ΄ ἐ. ἔλθοις Soph. — если же ты преступишь (клятву);ὅ ἐ. Arst. — внешний;οἱ ἐ. Plat., Polyb. — посторонние, чужие, иноземцы;οἱ ἐ. (sc. τοῦ νῦν) χρόνοι Arst. — прошлое и будущее2) помимоἐ. εἰ μή Luc. — если только не, разве лишь
II1) вне(τείχεος Hom.; τῆς πολιτείας Arst.)
πολιτικῶν καὴ στρατειῶν ἐ. γενέσθαι Plat. — не быть уже способным к несению государственной и военной службы2) кроме, за исключением(ἀποκτείνειν ἅπαντας ἐ. ὀλίγων Xen.)
3) сверх, помимо(ἔχεις τι ἐ. τούτων λέγειν; Plat.)
4) в стороне от, безἐ. πημάτων εἶναι Soph. — не знать несчастий;
ἐ. πρός τινος αἰτίης εἶναι Her. — быть невиновным перед кем-л.5) сверх, свышеἐπείτε ἐ. πέντε ἡμερέων ἐγένετο Her. — по прошествии пяти дней
6) помимо, вопреки, против(ἐλπίδος Soph.; δοκημάτων Eur.)
II.3[adj. verb. к ἔχω См. εχω] могущий быть предметом обладания, которым можно владеть(ἀγαθὰ ἑκτὰ καὴ μεθεκτὰ καὴ ὑπαρκτά Diog.L.)
III.I3[ἕξ] шестой Hom. etc.IIὅ (sc. μήν - лат. sextilis, позднее augustus) шестой месяц года (согласно римскому календарю, по которому год начинался в марте) Plut. -
7 ἔφ-εκτος
ἔφ-εκτος, ein Ganzes u. ein Sechstel enthaltend (7/6), τόκος ἔφεκτος, das Kapital u. der sechste Theil dazu, Dem. 34, 24; Harpocr. ὁ ἐπὶ τῷ ἕκτῳ τοῦ κεφαλαίου (162/3 Procent).
-
8 προσήκω
προσήκω (written προσhεκ-, i.e. προσἡκ-, IG12.57.15), [dialect] Dor. [full] ποθήκω GDI2151, al. (Delph.), hyperdor. [full] ποθάκω Diotog. ap. Stob. 4.1.133:—A to have come, be at hand, be present,χρεία προσήκει A.Pers. 143
(anap.);ὡς φίλοι προσήκετε S.Ph. 229
, cf. OC35, El. 1142; ; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23;τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου Id.HG7.4.31
.II metaph., belong to, ; τῷ γὰρ προσήκει.. τόδε; whom does this concern? Id.El. 909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος.. προσῆκε; E.Ba. 1301;νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Th.1.126
;τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία X.Ages.11.6
, cf. Pl.R. 443a;ὅσα τριήρεσιν προσήκει Id.Criti. 117d
, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to.., Id.R. 527d: sts. folld. byπρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος Hdt.8.100
, cf. D.C. 58.27.b of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT 550; Τηρεῖ·.. ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar. Pax 616;προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Th.6.84
;π. γένει Ar.Ra. 698
: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.).2 impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with.., Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37;ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος And.4.34
;οὐδ' ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου D.43.20
, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av. 969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34.b c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems,οἷς προσῆκε πενθῆσαι A.Ch. 173
; ; ;ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι X. An.3.2.11
, cf. Pl.Phdr. 233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει.. λέγειν' tis not meet that thou.., A.Ag. 1551 (anap.), cf. E.Or. 1071, Pl.Grg. 491d, X.An.3.2.15 (the [tense] impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: [dialect] Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined,προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις.. στέργειν, σὲ δὲ.. νομίζειν Isoc.5.127
: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος)ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε Th.2.46
;ἐγὼ δὲ πάνθ' ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον D.18.180
, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32.III freq. in Part. as Adj.,1 belonging to one,αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα D.21.110
, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. ([etym.] ἀλλότρια)ἐπικτωμένους Th.4.61
;οἱ π. ξύμμαχοι Id.1.40
, etc.2 befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24;ἡ π. σωτηρία Th.6.83
;τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι Pl.R. 332c
; , cf.Epin. 985d;ἔλεος D.21.196
, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.;τὰ π. ἔργα Id.HG3.4.16
; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl. 214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra. 413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb. 36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; soοὐκ ἐκ προσηκόντων Th.3.67
: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R. 496a;λόγοι π. ἀκούειν Id.Lg. 811d
.3 of persons, akin,τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων Hdt.6.128
, cf. A.Ch. 689;γένει προσήκων βασιλεῖ X.An.1.6.1
;οἱ προσήκοντες γένει E.Med. 1304
, cf. Pl.Lg. 874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.;οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ Hdt.4.14
, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; alsoοἱ π. τινός Th.1.128
, Lys.18.1, Pl.Ap. 34b;οἱ μάλιστα π. Hdt.3.24
;πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π. Pl.Ap. 33d
; [dialect] Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92.b οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R. 539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra. 397b: c. inf., θεὸν.. οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12.4 abs. in neut., οὐ προσῆκον though or since it is not fitting, Th.3.40;οὐδὲν π... ἐπιτάσσειν Id.6.82
, cf. 84: without a neg., prob. in Hyp.Dem.Fr.10;ὡς π. αὐτοῖς χρῆσθαι Pl.Tht. 196e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήκω
-
9 προς-ήκω
προς-ήκω, bis irgendwohin kommen, reichen, sich bis irgendwohin erstrecken, herankommen; χρεία προςήκει, Aesch. Pers. 139; εἴπερ ὡς φίλοι προςήκετε, Soph. Phil. 229; O. C. 35; ἐνταῦϑ' ἐλπίδος προςήκομεν, Eur. Or. 692. – Gew. übertr., bes. impers., προςήκει πρός τινα, es geht Einen an, hat Bezug auf ihn, Her. 8, 100, εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προςήκει Λαΐῳ τι συγγενές, Soph. O. R. 814, wenn irgend eine Verwandtschaft sich bis auf ihn erstreckt; προςήκει μοί τινος, mir kommt ein Antheil davon zu, ich habe Theil daran, Lys. 6, 38; οὐδέν μοι προςήκει τινός, ich habe keinen Theil daran, es geht mich nicht an, Xen. An. 3, 1, 31; vgl. Plat. Phaed. 88 b; ᾡ μήτε μέσου μήτε μερῶν προςήκει, Parm. 138 d; προςήκει οὐδενὶ ἀρχῆς, Xen. Cyr. 8, 1, 37; aber gew. c. dat., es kommt Einem zu, paßt oder schickt sich für ihn, οἷς προςῆκε πενϑῆσαι τριχί, Aesch. Ch. 171; τῷ γὰρ προςήκει πλήν γ' ἐμοῠ καὶ σοῠ τάδε, Soph. El. 897; οὐ σοὶ προςήκει τήνδε προςφωνεῖν φάτιν, 1204; μῶν προςῆκέ σοι, Eur. I. T. 550; βελτίονί σοι προςήκει γενέσϑαι, Plat. Phaedr. 233 a; Gorg. 479 e; ὡς ἀγαϑοῖς ὑμῖν προςήκει εἶναι, Xen. An. 3, 2, 11; ἃ ἱππάρχῳ προςῆκεν εἰδέναι, de re equ. 12, 15; vgl. εἴϑ' ὑμᾶς προςῆκεν ἐκ τῆς χώρας ἀπιέναι εἴϑ' ἡμᾶς, An. 7, 7, 18, worauf sich die Bemerkung des Thom. Mag. bezieht: τὸ προςῆκεν ἀντὶ τοῦ προςήκει λαμβανόμενον Ἀττικόν ἐστιν, wie wir sagen: es ziemte sich, du müßtest, für »es ziemt sich, du mußt«. – Auch mit acc. c. int., οὔ σε προςήκει τὸ μέλημα λέγειν, Aesch. Ag. 1530; τί γὰρ προςήκει κατϑανεῖν σ' ἐμοῠ μέτα, Eur. O. 1071; τούτους προςήκει τῶν πόλεων ἄρχειν, Plat. Gorg. 491 d; Lys. 301 c; er vrbdt auch ὡς νῦν ὁ τυχὼν καὶ οὐδὲν προςήκων ἔρχεται ἐπ' αὐτό, der Nichts damit zu thun hat, sich nicht dazu paßt, u. braucht προςῆκον absolut, da es sich ziemt, paßt, Crat. 397 b, vgl. Theaet. 196 c; πολὺ δή που ἡμᾶς προςήκει ἀμείνονας εἶναι, Xen. An. 3, 2, 15; Folgde; – οἱ προςήκοντες, die Verwandten, τοῖς κυρίοισι καὶ προσήκουσι, Aesch. Ch. 678; u. vollständiger οἱ προςήκοντες γένει, Eur. Med. 1304; vgl. Ar. Ran. 697; Her. 1, 216; Plat. Legg. IX, 874 a u. öfter; auch ὀνόματι μόνον προςήκοντας, Conv. 179 c, nur dem Namen nach verwandt; φιλίᾳ, Xen. Cyr. 8, 7, 23; – τὸ προςῆκον, häufiger τὰ προςήκοντα, das Geziemende, Obliegende, die Pflicht, ἐκτὸς τοῦ προςήκοντος, Eur. Heracl. 215; μακρότερα τοῠ προςήκοντος ἐρωτᾶν, Plat. Crat. 413 a; auch τὸ προςῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, Rep. I, 332 c; τὴν προςήκουσαν ἀρετὴν ἑκάστῳ γένει, Critia. 110 c; τὰ προςήκοντα πράττειν καὶ περὶ ϑεοὺς καὶ περὶ ἀνϑρώπους, Gorg. 507 a; Xen. Cyr. 3, 3, 1. 5, 2, 22; Isocr. 4, 76 setzt τὰ μηδὲν προςήκοντα dem ἴδια entgegen; u. ähnl. Thuc. τὰς προςηκούσας ἀρετὰς μὴ αἰσχῦναι, domesticas virtutes, 4, 33.
-
10 πάθος
A that which happens to a person or thing, τὰ ἐν τοῖς κατόπτροις τῆς ὄψεως π. Pl.Tht. 193c; τὰ ἐν τῷ ἀνθρωπίνῳ βίῳ [τῆς ψυχῆς] π. Id.R. 612a; incident, accident, τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.5.4; τὸ συντυχὸν π. S.Aj. 313; οὗ τόδ' ἦν π. where this incident took place, Id.OT 732; ἔξωθεν π. Pl.R. 381a; unfortunate accident, Antipho 3.4.10.2 what one has experienced, good or bad, experience, (lyr.); τά γ' ἐμὰ π. my experiences, Pl.Phd. 96a;τὸ δρᾶμα τοῦ πάθους πλέον A.Ag. 533
; opp. ἔργα, Pl. Phdr. 245c, Arist.Cael. 298a28; opp. πρᾶξις, Pl.Lg. 876d;ἤθη καὶ π. καὶ πράξεις Arist.Po. 1447a28
.b in bad sense, misfortune, calamity, A.Pr. 703, Hdt.1.91, Lys.32.10, etc.;οὐλίῳ σὺν πάθει S.Aj. 932
(lyr.); τὰ τῆς Νιόβης π. Pl.R. 380a, etc.; ἀνήκεστον π. ἔρδειν to do an act which is an irreparable mischief to one, Hdt.1.137; μετὰ τῆς θυγατρὸς τὸ π., i.e. her death, Id.2.133; π. μέγα πεπονθέναι, of a great defeat, Id.3.147, cf. 5.87, al.II of the soul, emotion, passion (λέγω δὲ πάθη.. ὅλως οἷς ἕπεται ἡδονὴ ἢ λύπη Arist.EN 1105b21
),σοφίη ψυχὴν παθῶν ἀφαιρεῖται Democr.31
;διὰ πάθους Th.3.84
; ἐρωτικὸν π. Pl.Phdr. 265b; π. ποιεῖν to excite passion, Arist.Rh. 1418a12;ἐν π. εἶναι Id.Pol. 1287b3
; ἐκτὸς τοῦ π. εἶναι to be exempt from passion, Teles p.56 H.;ἔξω τῶν π. γίγνεσθαι D.C.60.3
; περὶ παθῶν, title of work by Zeno the Stoic, D.L.7.4; in Epicur., sensation (including pleasure and pain), ἀκουστικὸν π. Ep.1p.13U., cf. p.19 U. (pl.); ὡς κανόνι τῷ π. πᾶν ἀγαθὸν κρίνοντες ib.3p.63U.III state, condition, τὸ τῆς παντοδαπῆς ἀγνοίας π. Pl.Sph. 228e, cf. 243c, Plt. 277d, Ap. 22c; opp. ἐνέργεια, A.D.Synt.12.17; opp. ποίημα, Pl.Sph. 248d.2 incidents of things, changes or happenings occurring in them, τὰ οὐράνια π. Pl.Hp.Ma. 285c; τὰ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Id.Phd. 96c;τὰ τοῦ οὐρανοῦ π. καὶ μέρη Arist.Metaph. 986a5
;π. τοῦτο, ὃ καλεῖν εἰώθαμεν σεισμόν Id.Mu. 395b36
.3 properties, qualities of things, opp. οὐσία, Pl.Euthphr. 11a; π. λέγεται.. ποιότης καθ' ἣν ἀλλοιοῦσθαι ἐνδέχεται, οἷον τὸ λευκὸν καὶ τὸ μέλαν, καὶ γλυκὺ καὶ πικρόν, καὶ βαρύτης καὶ κουφότης, κτλ. Arist. Metaph. 1022b15; τῶν ἀριθμῶν π. ib. 985b29; ἀριθμοῖς καὶ γραμμαῖς καὶ τοῖς τούτων π. Iamb.Comm.Math.23;γεωμετρία περὶ τὰ συμβεβηκότα πάθη τοῖς μεγέθεσι Arist.Rh. 1355b31
, cf. APo. 75b1; τῶν φυτῶν τὰ μέρη καὶ τὰ π. Thphr.HP1.1.1; αἱ δυνάμεις καὶ τὰ π. ib.8.4.2.IV Gramm., modification in form of words (esp. dialectal),πάθη τῆς λέξεως Arist.Rh. 1460b12
, cf. A.D.Pron.38.24, al.2 in Syntax, modified construction, of omission or redundancy, Id.Synt.6.15, 267.8.c in writing, signs other than accents and breathings ([etym.] ἀπόστροφος, ὑφέν, ὑποδιαστολή), D.T.Supp.1p.107U.V Rhet., emotional style or treatment, τὸ σφοδρὸν καὶ ἐνθουσιαστικὸν π. Longin.8.1;πάθος ποιεῖν Arist.
Rh. 1418a12;πράγματα π. ἔχοντα Plu.2.711e
, etc.: pl.,πάθη διεστῶτα ὕψους Longin.8.2
. -
11 στίχος
A row or file of soldiers, X.Lac.11.5,8, Eq.Mag.3.9, v.l. for στοιχ- in Cyr.8.3.9; of trees, Id.Oec.4.21, PFay.111.24 (i A.D.); of numbers, Pl.Phd. 104b; of the cells in a honey-comb, Arist.HA 624a11; course of masonry, SIG247 ii 72 (Delph., iv B.C.).2 old name for λόχος, Ascl.Tact.2.2, cf. Ael.Tact.5.2, Arr.Tact.6.1.II line of poetry, verse, Ar.Ra. 1239, Arr.Epict. 2.23.42, BGU 1026xxii 18 (iv A.D.), etc.; ἡρωϊκοὶ ς. Pl.Lg. 959a; τὸν βίον ἔθηκας εἰς στίχον, i.e. have described life in one line, Nicostr. Com.28; but used of a couplet, BMus.Inscr. 1074 ([place name] Coptos); defined by Heph.Poëm.1, cf. Sch.Heph.p.262 C.b line of prose, of about the same length as the average hexameter verse, viz., about 15 or 16 syllables, used in reckoning the compass of a passage or work, D.H.Th.10,13,19,33, Gal.2.227, 5.656 (cf. 655), 10.781, 15.9, al., Anon. in Tht.3.32, Ath.13.585b, Men.Rh.p.434 S., PLond. in Zentralblatt für Bibliothekswesen Beiheft 61.88 (iii A.D.), PFlor.371.19, 23 (iv A.D.), Simp.in Cat.18.20; rarely used in citations, κατὰ τοὺς διακοσίους ς. D.L.7.33, cf. 187, 188; ὡς πρὸ σ' στίχων τοῦ τέλους Sch. Orib.4p.532, cf. p.534, al.III ἐκτὸς τοῦ ς.,= Lat. extra ordinem, OGI441.64 (Lagina, i B.C.).IV Philos.,=συστοιχία 11
, series, order, Plot.5.3.14 (v.l. στοῖχος); causal chain, Id.6.7.6 ( στοῖχος Volkmann). -
12 ασφαλεια
ион. ἀσφᾰλείη и ἀσφαλίη ἥ1) безопасность, защита(πρός τι Thuc. и ἀπό τινος Polyb.)
ἀσφαλείᾳ ἀνορθῶσαι πόλιν Soph. — восстановить безопасность города;ἀσφάλειάν τινι παρέχειν и διδόναι Xen. или παρέχεσθαι Plat. — гарантировать неприкосновенность или давать убежище кому-л.;δοῦναι ἑαυτόν τινι ὑπὲρ ἀσφαλείας Plut. — бежать (стать) под чью-л. защиту;δεηθεὴς τῆς ἀσφαλείης ἔτυχε Her. — он получил право безопасного прохода2) безопасный момент3) безопасное место, убежище4) уверенностьἀ. πολλή (ἐστιν) μέ ἂν ἐλθεῖν ἡμῖν διὰ μάχης Thuc. — можно быть уверенным, что они не станут воевать с нами
5) гарантия, разрешение6) достоверность, незыблемость, убедительностьἀ. λόγου Xen. — неопровержимый довод
-
13 ευβλαπτος
-
14 внеплановый
внеплановыйприл ὁ ἐκτός τοῦ σχεδίου, αὐτός πού δέν προβλέπεται ἀπό τό σχέδιο (или τό πλάνο). -
15 τοξικός
-ή,-όν A 0-1-0-0-0=1 JgsB 5,28of or for the bow; ἐκτὸς τοῦ τοξικοῦ out of the loopholeCf. HARLÉ; 1999 132 -
16 вневойсковик
-а α.ο γυμνασμένος στρατιωτικά εκτός του στρατού (οργανώσεις κλπ.). -
17 χάραξ
A pointed stake: esp.,I vine-prop, pole, Ar.Ach. 986, V. 1201, Pax 1263, Th.3.70, BGU 1122.17 (i B. C.): prov. ἐξηπάτησεν ἡ χ. τὴν ἄμπελον, of those who trust in a 'broken reed', Ar.V. 1291.II pale, used in fortifying the entrenchments of a camp, Id.Ach. 1178, D.21.167; = Lat. vallus, Plb.1.29.3, 18.18.1:2 collectively, = χαράκωμα, palisaded camp, Theophil.Com.9, SIG363.1 (Ephesus, iii B. C.), Men.77, Plu.Caes.17 (pl.), Jul.Or.2.60b;τὰν ἐκτὸς τοῦ χ. χώραν IG42(1).76.21
(Epid., ii B. C.); palisade, χάρακα βαλέσθαι πρὸς τῇ πόλει (v.l. χαράκωμα) D.18.87; = Lat. vallum, Plb.1.80.11, 3.45.5, al., Ev.Luc.19.43; χάρακα τίθεσθαι form an entrenched camp, D.H.6.29;χ. βαλέσθαι Plu.Aem.17
, cf. Marc.18, etc.;βάλλειν Id.Sull.28
; ἀποταφρεύειν, περιταφρεύειν, ib.21, Luc.31;διασπᾶν Id.Ant.18
;χ. σεσιδηρωμένος καὶ ἁλύσεσι δεδεμένος D.S.19.83
;χ. κύκλῳ τῆς νεώς Moschio
ap.Ath.5.208d.III cutting, slip, esp. of an olive, Thphr.HP2.1.2, CP5.1.[4], Gp.9.11.5; of other plants, Thphr.CP 1.12.9.2 collectively, = ἀκανθώδη φυτά, Hsch.IV a seafish, one of the breams, Sargus, Diph.Siph. ap. Ath 8.355e, Opp.H. 1.173; also a fish of the Red Sea, Ael.NA12.25. -
18 себя
себе, собою κ. собой, о себе (αυτοπαθής αντων. για τα τρία γένη)• εαυτός•каждый отвечает за себя ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του•
каждый работает для себя ο καθένας εργάζεται για τον εαυτό του•
никто не хочет обесчестить себя κανένας δε θέλει να ατιμάσει τον εαυτό του•
он думает только о себе αυτός σκέφτεται μόνο για τον εαυτό του•
я не доволен собою δεν είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου•
судить других по себе κρίνω τους άλλους από τον εαυτό μου•
ты вредишь себе κακό του εαυτού σου κάνεις•
он вне себя от радости είναι εκτός εαυτού από τη χαρά.
|| (δικό) μου, σου, του κ.τ.τ. он порезал себе палец αυτός έκοψε το δάχτυλο του•брать (взять) кого с собой παίρνω κάποιον μαζί μου•
за себя πίσω μου.
|| κάποτε η μετάφραση του στην ελληνική είναι περίσσια•она обратила на себя взоры публики αυτή τράβηξε την προσοχή ή επέσυρε τα βλέμματα του πλήθους•
берите это на себя επιφορτιστείτε αυτή την υπόθεση•
присвоить -е чужое имение ιδιοποιούμαι ξένο κτήμα•
мне что-то не по себе κάπως δεν αισθάνομαι καλά.
εκφρ.к себе – σπίτι μου•себя я пригласил его к себе – τον προσκάλεσα σπίτι μου•от себя – από μένα, από μέρος μου, εξ ονόματος μου•по себе – α) κατ εμέ• κατά τις δυνάμεις μου, κατά τις απαιτήσεις μου•найти работу по себе – βρίσκω δουλειά της αρεσκείας μου. β) πίσω μου•оставить по себе добрую память – αφήνω πίσω μου καλή ανάμνηση•α) άφωνα• μέσα μου• με σιγανή φωνή.β) брать, взять, принять на себя – παίρνω επάνω μου, υπ ευθύνη μου, υπεύθυνα•не в себе – εκτός εαυτού•не по себе – α) αδιαθετώ, β) βλ. неудобно•быть самим собой – όπως μου (του κλπ.) αρέσει, πρέπει στον ίδιο•собой – ή (απλ.) из себя κατά την εμφάνιση•себе на уме кто – είναι κρυφός, πονηρός•сам по себе – αυτός καθ εαυτόν•у себя – στο σπίτι μου, στο γραφείο μου κ.τ.τ. -
19 выйти
выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•
выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•
выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•
выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•
выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•
выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•
выйти на дорогу στο δρόμο•
выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).
|| μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•
выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•
выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•
выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•
выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.
|| φυτρώνω•-шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.
|| μτφ. απαλλάσσομαι•выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.
|| μτφ. χάνω•выйти из терпения χάνω την υπομονή.
|| βγαίνω•выйти из употребления αχρηστεύομαι•
выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.
2. εκδίδομαι•-шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.
3. αναδείχνομαι•выйти победителем βγαίνω νικητής.
4. φτάνω το όριο•он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.
5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•
из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.
6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.
7. προέρχομαι, κατάγομαι•он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.
8. εξέρχομαι•-из войны βγαίνω από τον πόλεμο.
9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.
10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.
|| τελειώνω, περνώ•εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).-шел срок τέλειωσε η προθεσμία.
-
20 πούς
πούς, ὁ, ποδός, ποδί, πόδα (not ποῦν, Thom.Mag.p.257 R.): dat.pl. ποσί, [dialect] Ep.and Lyr. ποσσί (also Cratin.100(lyr.)), πόδεσσι, onceA (lyr.): gen.and dat. dual ποδοῖν, [dialect] Ep.ποδοῖιν Il.18.537
:—[dialect] Dor. nom. [full] πός (cf. ἀρτίπος, πούλυπος, etc.) Lyr.Adesp.72, but [full] πούς Tab.Heracl.2.34 (perh. Hellenistic); [full] πῶς· πός, ὑπὸ Δωριέων, Hsch. (fort. [full] πός· πούς, ὑ.Δ.); [dialect] Lacon. [full] πόρ, Id. (on the accent v. Hdn.Gr.2.921, A.D. Adv.134.24):—foot, both of men and beasts, Il.7.212, 8.339 (both pl.), etc.; in pl., also, a bird's talons, Od.15.526; arms or feelers of a polypus, Hes.Op. 524: properly the foot from the ankle down wards, Il.17.386;ταρσὸς ποδός 11.377
, 388; ξύλινος π., of an artificial foot, Hdt.9.37: but also of the leg with the foot, as χείρ for the arm and hand, Il.23.772, Od.4.149, Luc.Alex.59.2 foot as that with which one runs,πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.1.215
, al.; or walks, ; freq. with reference to swiftness,περιγιγνόμεθ' ἄλλων πύξ τε.. ἠδὲ πόδεσσιν Od.8.103
; ποσὶν ἐρίζειν to race on foot, Il.13.325, cf. 23.792;πόδεσσι πάντας ἐνίκα 20.410
, cf. Od.13.261;ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο Il.9.124
, etc.; ποδῶν τιμά, αἴγλα, ἀρετά, ὁρμά, Pi.O.12.15, 13.36, P.10.23, B.9.20;ἅμιλλαν ἐπόνει ποδοῖν E.IA 213
(lyr.): the dat. ποσί ([etym.] ποσσί, πόδεσσι) is added to many Verbs denoting motion, π. βήσετο, παρέδραμον, Il.8.389, 23.636; π. θέειν, πηδᾶν, σκαίρειν, πλίσσεσθαι, ib. 622,21.269, 18.572, Od.6.318;ὀρχεῖσθαι Hes.Th.3
;ἔρχεσθαι Od.6.39
; ;νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς Il.7.212
; also emphatically with Verbs denoting to trample or tread upon,πόσσι καταστείβοισι Sapph.94
;ἐπεμβῆναι ποδί S.El. 456
; πόδα βαίνειν, v. βαίνω A.11.4; πόδα τιθέναι to journey, Ar.Th. 1100: metaph., νόστιμον ναῦς ἐκίνησεν πόδα started on its homeward way, E.Hec. 940 (lyr.); νεῶν λῦσαι ποθοῦσιν οἴκαδ'.. πόδα ib. 1020; χειρῶν ἔκβαλλον ὀρείους πόδας ναός, i. e. oars, Tim.Pers. 102; φωνὴ τῶν π. τοῦ ὑετοῦ sound of the pattering of rain, LXX 3 Ki. 18.41.3 as a point of measurement, ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.18.353;ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους 16.640
; and reversely,ἐκ ποδῶν δ' ἄνω.. εἰς ἄκρον κάρα A.Fr. 169
; ; alsoἐκ τριχὸς ἄχρι ποδῶν AP5.193
(Posidipp. or Asclep.); ἐς κορυφὰν ἐκ ποδός ib.7.388 ([place name] Bianor).4 πρόσθε ποδός or ποδῶν, προπάροιθε ποδῶν, just before one, Il.23.877,21.601, 13.205;τὸ πρὸ ποδὸς.. χρῆμα Pi.I.8(7).13
;αὐτὰ τὰ πρὸ τῶν ποδῶν ὁρᾶν X.Lac.3.4
, cf.An.4.6.12, Pl.R. 432d.b παρά or πὰρ ποδός off-hand, at once,ἀνελέσθαι πὰρ ποδός Thgn.282
;γνόντα τὸ πὰρ ποδός Pi.P.3.60
, cf.10.62; close at hand,Id.
O.1.74; but παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός sank to their feet, Il.15.280; in a moment,S.
Ph. 838 (lyr.), Pl.Sph. 242a; close behind, Νέμεσις δέ γε πὰρ πόδας (leg. πόδα) βαίνει Prov. ap. Suid.; also immediately afterwardsPlb.
1.35.3,5.26.13, Gal.5.272;παρὰ π. οἱ ἔλεγχοι Luc.Hist. Conscr.13
, cf. Aristid.2.115 J.; at his very feet,Pl.
Tht. 174a; περὶ τῶν παρὰ πόδας καὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς ib.c;τὸ πλησίον καὶ παρὰ π. Luc.Cal.1
.c ἐν ποσί in one's way, close at hand,τὸν ἐν π. γινόμενον Hdt.3.79
, cf. Pi.P.8.32;τἀν ποσὶν κακά S.Ant. 1327
, cf. E.Andr. 397;τοὐν ποσὶν κακόν Id.Alc. 739
;τὴν ἐν ποσὶ [κώμην] αἱρεῖν Th.3.97
; everyday matters,Pl.
Tht. 175b, cf.Arist.Pol. 1263a18, etc.d τὸ πρὸς ποσί, = τὸ ἐν ποσί, S.OT 130.e all these phrases are opp. ἐκ ποδῶν out of the way, far off, writtenἐκποδών Hdt.6.35
, etc.; also,βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις Pi.N.7.67
.5 to denote close pursuit, ἐκ ποδὸς ἕπεσθαι follow in the track, i.e. close behind, Plb.3.68.1, cf. D.S.20.57, D.H.2.33, etc.;ἐκ ποδῶν διώξαντες Plu.Pel.11
.b in earlier writers κατὰ πόδας on the heels of a person, Hdt.5.98, Th.3.98, 8.17, X.HG2.1.20, LXXGe.49.19 (also on the moment,Pl.
Sph. 243d); ἡ κατὰ πόδας ἡμέρα the very next day, Plb.1.12.1 (but κατὰ πόδας αἱρεῖν catch it running, X.Cyr.1.6.40, cf. Mem.2.6.9): c. gen. pers., κατὰ πόδας τινὸς ἐλαύνειν, ἰέναι, march, come close at his heels, on his track, Hdt.9.89, Th.5.64; τῇ κατὰ π. ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας on the day immediately after it, Plb.3.45.5;κατὰ π. τῆς μάχης Aristid. 1.157J.
, etc.6 various phrases:b ἐπὶ πόδα backwards facing the enemy, ἐπὶ π. ἀναχωρεῖν, ἀνάγειν, ἀναχάζεσθαι, to retire without turning to fly, leisurely, X.An. 5.2.32, Cyr.3.3.69, 7.1.34, etc.; alsoἐπὶ πόδας Luc.Pisc.12
; but γίνεται ἡ ἔξοδος οἷον ἐπὶ πόδας the offspring is as it were born feetforemost, Arist.GA 752b14.c περὶ πόδα, properly of a shoe, round the foot, i.e. fitting exactly,ὡς ἔστι μοι τὸ χρῆμα τοῦτο περὶ πόδα Pl.Com.197
, cf. 129: c. dat.,ὁρᾷς ὡς ἐμμελὴς ἡ ἀρχὴ καὶ περὶ πόδα τῇ ἱστορίᾳ Luc.Hist.Conscr.14
, cf. Ind.10, Pseudol.23.d ὡς ποδῶνἔχει as he is off for feet, i. e. as quick as he can,ὡς ποδῶν εἶχον [τάχιστα] ἐβοήθεον Hdt.6.116
;ἐδίωκον ὡς ποδῶν ἕκαστος εἶχον Id.9.59
;φευκτέον ὡς ἔχει ποδῶν ἕκαστος Pl.Grg. 507d
; so, (lyr.).e ἔξω τινὸς πόδα ἔχειν keep one's foot out of a thing, i. e. be clear of it,ἔξω κομίζων πηλοῦ πόδα Id.Ch. 697
;πημάτων ἔξω πόδα ἔχει Id.Pr. 265
;ἐκτὸς κλαυμάτων S.Ph. 1260
;ἔξω πραγμάτων E.Heracl. 109
: without a gen., ἐκτὸς ἔχειν πόδα Pi.P.4.289: opp.εἰς ἄντλον ἐμβήσῃ πόδα E.Heracl. 168
;ἐν τούτῳ πεδίλῳ.. πόδ' ἔχων Pi.O.6.8
.f ἀμφοῖν ποδοῖν, etc., to denote energetic action, Ar.Av.35, cf. Il.13.78;συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν 15.364
; ;τιμωρήσειν χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει Aeschin.2.115
, cf.3.109; τερπωλῆς ἐπέβημεν ὅλῳ ποδί with all the foot, i.e. entirely, A.R.4.1166, cf.D.Chr.13.19 (prob.);καταφεύγειν ἐπὶ τὴν πόλιν ὥσπερ ἐκ δυοῖν ποδοῖν Aristid.1.117J.
; opp. ; .g τὴν ὑπὸ πόδα [κατάστασιν] just below them, Plb.2.68.9; ὑπὸ πόδας τίθεσθαι trample under foot, scorn, Plu.2.1097c; οἱ ὑπὸ πόδα those next below them (in rank), Onos.25.2; ὑπὸ πόδα χωρεῖν recede, decline, of strength, Ath. [voice] Med. ap.Orib. inc.21.16.k ἁλιεῖς ἀπὸ ποδός prob. fishermen who fish from the land, not from boats, BGU221.5 (i1/iii A. D.); ποτίσαι ἀπὸ ποδός perh. irrigate by the feet (of oxen turning the irrigation-wheel), PRyl.157.21 (ii A. D.); τόπον.. ἀπὸ ποδὸς ἐξηρτισμένον dub. sens. in POsl.55.11 (ii/iii A. D.).1ἀγγεῖον.. τρήματα ἐκ τῶν ὑπὸ ποδὸς ἔχον
round the bottom,Dsc.
2.72.7 πούς τινος, as periphr. for a person as coming, etc., σὺν πατρὸς μολὼν ποδί, i.e. σὺν πατρί, E.Hipp. 661;παρθένου δέχου πόδα Id.Or. 1217
, cf. Hec. 977, HF 336;χρόνου πόδα Id.Ba. 889
(lyr.), Ar.Ra. 100; also ἐξ ἑνὸς ποδός, i.e. μόνος ὤν, S.Ph.91; οἱ δ' ἀφ' ἡσύχου π., i.e. οἱ ἡσύχως ζῶντες, E.Med. 217.II metaph., of things, foot, lowest part, esp. foot of a hill, Il.2.824, 20.59 (pl.), Pi.P.11.36, etc.; of a table, couch, etc., Ar.Fr. 530, X.Cyr.8.8.16, etc.; cf. πέζα; of the side strokes at the foot of the letter Ω, Callias ap.Ath.10.454a; = ποδεών 11.1,ἀσκοῦ.. λῦσαι π. E.Med. 679
.2 in a ship, πόδες are the two lower corners of the sail, or the ropes fastened therelo, by which the sails are tightened or slackened, sheets (cf.ποδεών 11.4
), Od.5.260; χαλᾶν πόδα ease off the sheet, as is done when a squall is coming, E.Or. 707; τοῦ ποδὸς παρίει let go hold of it, Ar.Eq. 436;ἐκδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδός Luc.Cont.3
; ἐκπετάσουσι πόδα ναός (with reference to the sail), E.IT 1135 (lyr.): opp. τεῖναι πόδα haul it tight, S.Ant. 715; ναῦς ἐνταθεῖσα ποδί a ship with her sheet close hauled, E.Or. 706;κὰδ' δ'.. λαῖφος ἐρυσσάμενοι τανύοντο ἐς πόδας ἀμφοτέρους A.R.2.932
;ἱστία.. ἐτάνυσσαν ὑπ' ἀμφοτέροισι πόδεσσι Q.S.9.438
.b perh. of the rudder or steering-paddle,αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων Od.10.32
(cf. Sch.ad loc.);πὰρ ποδὶ ναός Pi.N.6.55
.III a foot, as a measure of length, = 4 palms ([etym.] παλασταί ) or 6 fingers, Hdt.2.149, Pl.Men. 82c, etc.IV foot in Prosody, Ar.Ra. 1323 (lyr.), Pl.R. 400a, Aristox. Harm.p.34 M., Heph.3.1, etc.; so of a metrical phrase or passage,ἔκμετρα καὶ ὑπὲρ τὸν π. Luc.Pr.Im.18
; of a long passage declaimed in one breath, , cf. Luc.Demon.65, Poll.4.91.V boundary stone, Is.Fr.27. (Cf. Lat. pes, Goth. fotus, etc. 'foot'; related to πέδον as noted by Arist. IA 706a33.)
См. также в других словарях:
εκτός — 1. ως επίρρ. τοπ. με ρ., έξω, μακριά, προς τα έξω: Ο ίδιος κατοικεί στην πόλη, ο πατέρας του όμως μένει εκτός. 2. ως πρόθ. με την από και αιτ., πλην, εξόν, παρεκτός: Όλοι συμφωνούν εκτός από αυτόν. 3. στη χρήση αυτή εκφέρεται με τους συνδ. εάν,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκτός — (I) ἑκτός, ή, όν (Α) 1. αυτός που μπορεί κανείς να τον έχει, να τον αποκτήσει 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἑκτά οι ιδιότητες τής ουσίας (κατά τους Στωικούς). (II) επίρρ. (AM ἐκτός) 1. έξω, μακριά, προς τα έξω («στῆ δ ἐκτὸς κλισίης», Ιλ. Ξ) 2.… … Dictionary of Greek
θεμέλια της σχετικότητας του Αϊνστάιν — Εκτός από την κίνηση των υλικών σωμάτων, που ρυθμίζεται από τους νόμους της μηχανικής, υπάρχουν στη φύση και φαινόμενα κυματοειδούς τύπου. Ανάμεσα σ’ αυτά, τα ηχητικά κύματα μπορούν να αναχθούν σε τελευταία ανάλυση στην κίνηση των σωματιδίων… … Dictionary of Greek
Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… … Dictionary of Greek
Πράντο, μουσείο του- — Η μεγαλύτερη εθνική συλλογή έργων τέχνης της Ισπανίας και ένα από τα σημαντικότερα μουσεία του κόσμου. Ιδρύθηκε το 1808 και εγκαινιάστηκε το 1819 όταν στεγάστηκε σε ένα μέγαρο νεοκλασικού ρυθμού, χτισμένο στο τέλος του 18ου αι. από τον… … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
Ιωάννης του Σταυρού — (Juan de la Cruz, 1542 – 1591).Ισπανός μυστικιστής ποιητής. Σε ηλικία 21 ετών έγινε μέλος του τάγματος των Καρμηλιτών και μετονομάστηκε από Αλφόνσο σε Ιωάννη. Χάρη στη βαθιά του πίστη στον Θεό, στην αγνότητα του χαρακτήρα του και στη φιλομάθειά… … Dictionary of Greek
Μυθιστόρημα του Ρόδου — (Roman de la Rose). Αλληγορικό και διδακτικό γαλλικό μεσαιωνικό ποίημα, έργο δύο στιχουργών: του Γκιγιόμ ντε Λορίς ο οποίος άρχισε να το γράφει περίπου το 1230, αφήνοντας το με τον θάνατό του ημιτελές (4.058 στίχοι) και του Ζαν ντε Μενγκ, ο… … Dictionary of Greek
Αμάσιος, ζωγράφος του- — (6ος αι. π.Χ.). Συμβατικό όνομα με το οποίο εννοείται σπουδαίος αγγειογράφος. Είναι άγνωστο πού και πότε γεννήθηκε, έζησε πάντως στην Αττική και ζωγράφιζε αγγεία που κατασκευάζονταν στο εργαστήριο του αγγειοπλάστη Αμάσιος. Ζωγράφισε αμφορείς… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek